Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

το μπετόν

См. также в других словарях:

  • μπετόν — και μπετό, το άκλ. 1. δομικό υλικό από τσιμέντο, αμμοχάλικο και νερό, το σκυρόδεμα 2. μτφ. α) (για πρόσωπα) σκληρός, αλύγιστος β) (για πράγματα) καθετί το ανθεκτικό 3. φρ. «μπετόν αρμέ» σιδηροπαγές σκυρόδεμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. beton < λατ.… …   Dictionary of Greek

  • μπετόν — το άκλ. (λ. γαλλ.) 1. δομικό υλικό από άμμο, χαλίκια και τσιμέντο, το σκυρόδεμα. 2. «μπετόν αρμέ», σκυρόδεμα «οπλισμένο» με σιδερένιες ράβδους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ενεμπίκ, Φρανσουά — (François Hennebique, Νεβίλ Σεν Βαστ 1843 – Παρίσι 1921). Γάλλος πολιτικός μηχανικός και αρχιτέκτονας. Θεωρείται πρωτοπόρος στις κατασκευές από οπλισμένο σκυρόδεμα (μπετόν αρμέ). Ο Ε. κατάφερε να αξιοποιήσει το σκυρόδεμα έως τα έσχατα όρια της… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τέχνη (Σύγχρονη) — Η ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ 19ου & ΤΟΥ 20ού αι. Εξετάζοντας την ελληνική εικαστική δημιουργία σήμερα, μπορούμε να καταλήξουμε στις εξής παραδοχές: α) παρουσιάζει έργα με μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • κίονας — Ένα από τα κύρια στοιχεία των απλών ορθοστατικών κατασκευών. Μπορεί να έχει διάφορες μορφές και διαστάσεις, αλλά γενικά αποτελείται από τρία μέρη, τη βάση, τον κορμό και το κιονόκρανο (εκτός από τον δωρικό κ., ο οποίος δεν έχει ιδιαίτερη βάση).… …   Dictionary of Greek

  • μπετατζής — ο 1. εργάτης ειδικευμένος στο μπετόν 2. (γενικά) οικοδόμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μπετόν + κατάλ. τζής (πρβλ. καφε τζής)] …   Dictionary of Greek

  • μπετονιέρα — Μηχανή αναμεικτική, κατάλληλη για την προετοιμασία σκυροδέματος. Στους διάφορους τύπους μ., το βασικό στοιχείο είναι πάντα ένα περιστρεφόμενο κυλινδρικό ή κυλινδροκωνικό (κολουροκωνικό) τύμπανο, εφοδιασμένο εσωτερικά με πτερύγια, στο οποίο… …   Dictionary of Greek

  • σκυρόδεμα — Κονίαμα από τσιμέντο, χαλίκια και άμμο, το οποίο σκληραίνει με την πήξη και είναι κατάλληλο για διάφορες ανθεκτικές κατασκευές. Στο σ., τα υλικά αυτά ανακατεύονται σε ορισμένες αναλογίες, συνήθως 300 κιλά κανονικού τσιμέντου (συνδετικό υλικό), με …   Dictionary of Greek

  • Μαγιάρ, Ρομπέρ — (Robert Maillart, Βέρνη 1872 – Ζυρίχη 1940). Ελβετός αρχιτέκτονας και πολιτικός μηχανικός. Διπλωματούχος του Τεχνολογικού Ινστιτούτου της Ζυρίχης, συνεργάστηκε με τον Φρανσουά Ενεμπίκ, τον πρωτοπόρο της χρησιμοποίησης του μπετόν αρμέ στην… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»