-
1 бетон
-
2 железобетон
-
3 бетонированный
бетон||и́рованныйприл ἀπό μπετόν, μέ μπετόν. -
4 бетонный
επ.τσιμεντένιος, -τίνος• του μπετόν•-ые плиты τσιμεντένιες πλάκες•
-завод εργοστάσιο κατασκευής μπετόν.
-
5 бетон
το σκυρόδεμα, το σκυροκονίαμα, το μπετόν (ξεν.)армировать - οπλίζω/ενισχύω το -плотный - πυκνό/στεγανό -- с большим содержанием цемента - με μεγάλη περιεκτικότητα σε κονία/τσιμέντοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > бетон
-
6 бетонный
από σκυρόδεμα/μπετόν.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > бетонный
-
7 железобетонный
με (οπλισμένο) σκυρόδεμαμε μπετόν αρμέσιδηροπαγήςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > железобетонный
-
8 бетон
бетонм τό μπετόν, τό σκυρόδεμα. -
9 бетонировать
бетон||и́роватьнесов χτίζω μέ μπετόν. -
10 бетонный
бетон||ныйприл ἀπό μπετόν. -
11 железобетон
железобетонм τό σιδηροπαγές (κονίαμα), τό μπετόν ἀρμέ. -
12 железобетонный
железобетон||ныйприл σιδηροπαγής, ἀπό μπετόν ἀρμέ. -
13 бетон
[μπιτόν] ουσ. α. μπετόν -
14 бетон
[μπιτόν] ουσ α μπετόν -
15 бетон
-а (-у) α.μπετόν, σκυρόδεμα. -
16 железобетонный
επ.από (με) μπετόν αρμέ, σιδηροπαγής. -
17 залить
-лью, -льешь, παρλθ. χρ. залил, -а, -о, προστκ. залей, μτχ. παρλθ. χρ. заливший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. залитый, βρ: залит, -а, -оρ.σ.μ.1. πλημμυρίζω, κατακλύζω•река -ла низменные места το ποτάμι πλημμύρισε τα χαμηλότερα μέρη.
|| μτφ. γεμίζω•толпа -ла, пло-шадь το πλήθος πλημμύρισε την πλατεία.и διαχέομαι, ξαπλώνομαι, καλύπτω•
бледность -ла! его лицо το πρόσωπο του χλώμιασε.
|| μτφ. δυ-αχέω, διασκορπίζω, πληρώ, γεμίζω•залить светом комнату χύνω άπλετο φως στο δωμάτιο.
2. χύνω, λερώνω•залить скатерть вином χύνω κρασί στο χραπεζομάντηλο.
3. σβήνω με νερό•залить пожар σβήνω την πυρκαγιά με νερό.
4. ρίχνω•залить двор асфальтом σκεπάζω την.αυλή με άσφαλτο•
фундамент бетоном χύνω μπετόν στο θέμελο•
-смолой дно лодки αλείφω με πίσσα τον πυθμένα της βάρκας.
|| (απλ.) κλείνω, βουλώνω οπή με επίχυση.5. γεμίζω, πληρώ με•залить бак горючим γεμίζω το βαρέλι με καύσιμη ύλη.
εκφρ.залить горе ή тоску – κ.τ.τ. πίνω για να πάνε τα φαρμάκια παρακάτω.1. πλημμυρίζω, κατακλύζομαι•луга -лась водой το λειβάδι το σκέπασε η πλημμύρα.
2. λερώνομαι.• залить соусом λερώνομαι με σάλτσα.3. εισχωρώ, χύνυαι μέσα. -
18 из
κ. изо πρόθεσηαπό, εκ• σημαίνει:1. κίνηση από κάποιο σημείο ή απομάκρυνση ή έξοδο•выйти из дому βγαίνω από το σπίτι•
приехать из города έρχομαι από την πόλη•
извлечь пулю из раны βγάζω τη σφαίρα από την πληγή•
поезд пришёл - Москвы το τραίνο ήρθε από τη Μόσχα•
достать платок из кармана βγάζω το μαντήλι από τη τσέπη•
река вышла из берегов το ποτάμι, ξεχείλισε•
вырасти из платья το φόρεμα μου είναι μικρό (επειδή αναπτύχτηκα σωματικά)•
выйти из терпения χάνω την υπομονή•
выбиваться из сил εξαντλούμαι, αποκάμω•
изчезать из виду χάνω από τα μάτια μου, εξαφανίζεται, γίνεται άφαντος.
2. προέλευση, πηγή•знать из газет μαθαίνω από τις εφημερίδες•
цитата эта из виргилия το τσιτάτο αυτό είναι από το Βιργίλιο•
из достоверных источников από έγκυρες πηγές•
человек из Парижа παριζάνος.
|| καταγωγή•из рабочей семьи από εργατική οικογένεια•
он происходит из дворин αυτός κατάγεται από ευγενείς.
|| (δια)χωρνσμό•некоторые из учеников μερικοί από τους μαθητές•
один из них ένας απ αυτούς•
младший из братьев ο μικρότερος αδελφός.
3. πολλαπλότητα σύνθεση•букет из роз ανθοδέσμη από τριαντάφυλλα•
комиссия из трёх членов επιτροπή τριμελής•
стадо из коров и овец κοπάδι από αγελάδες και πρόβατα.
4. δηλώνει την ύλη από την οποία κατασκευάστηκε•ложка из серебра ασημένιο κουτάλι•
брошка из золота χρυσή καρφίτσα•
кукла из тряпок κούκλα από κουρέλια•
варенье из вишен γλυκό από βύσινα•
мост из железобетона γέφυρα από (με) μπετόν-αρμέ.
5. διά, με•изо всех сил με όλες τις δυνάμεις.
6. ανάπτυξη•из жёлудя вырос дуб από το βαλανίδι μεγάλωσε βαλανιδιά•
из посёлка возник город από συνοικία έγινε πόλη•
из либерала он стал реакционером από φιλ,ελεύθερος έγινε αντιδραστικός.
7. δηλώνει αιτία, αφορμή, σκοπό•из зависти από ζήλεια•
убийство из ревности φόνος από ζηλοφθονία•
из личных выгод από προσωπικά ωφέλη, από ιδιοτέλεια•
много шума из пустяков πολύς θόρυβος από το τίποτε•
из уважения από σεβασμό.
|| παλ. στον, στην, στό•он получил двойку из истории αυτός πήρε δυάρι στην ιστορία.
|| μαζί με την πρόθεση «В» σημαίνει επανάλειψη, συνέχεια, διάρκεια•из года в год από χρόνο σε χρόνο•
изо дня в день από μέρα σε μέρα•
из края в край από άκρη σε άκρη•
из дома в дом από σπίτι σε σπίτι•
из рук в руки από χέρι σε χέρι•
из угла в угол από γωνία σε γωνία.
-
19 распалубить
-блю, -бишьρ.σ.αφαιρώ το ξύλινο καλούπι (του μπετόν)• ξεκαλουπώνω.
См. также в других словарях:
μπετόν — και μπετό, το άκλ. 1. δομικό υλικό από τσιμέντο, αμμοχάλικο και νερό, το σκυρόδεμα 2. μτφ. α) (για πρόσωπα) σκληρός, αλύγιστος β) (για πράγματα) καθετί το ανθεκτικό 3. φρ. «μπετόν αρμέ» σιδηροπαγές σκυρόδεμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. beton < λατ.… … Dictionary of Greek
μπετόν — το άκλ. (λ. γαλλ.) 1. δομικό υλικό από άμμο, χαλίκια και τσιμέντο, το σκυρόδεμα. 2. «μπετόν αρμέ», σκυρόδεμα «οπλισμένο» με σιδερένιες ράβδους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ενεμπίκ, Φρανσουά — (François Hennebique, Νεβίλ Σεν Βαστ 1843 – Παρίσι 1921). Γάλλος πολιτικός μηχανικός και αρχιτέκτονας. Θεωρείται πρωτοπόρος στις κατασκευές από οπλισμένο σκυρόδεμα (μπετόν αρμέ). Ο Ε. κατάφερε να αξιοποιήσει το σκυρόδεμα έως τα έσχατα όρια της… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Σύγχρονη) — Η ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ 19ου & ΤΟΥ 20ού αι. Εξετάζοντας την ελληνική εικαστική δημιουργία σήμερα, μπορούμε να καταλήξουμε στις εξής παραδοχές: α) παρουσιάζει έργα με μεγάλο… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
κίονας — Ένα από τα κύρια στοιχεία των απλών ορθοστατικών κατασκευών. Μπορεί να έχει διάφορες μορφές και διαστάσεις, αλλά γενικά αποτελείται από τρία μέρη, τη βάση, τον κορμό και το κιονόκρανο (εκτός από τον δωρικό κ., ο οποίος δεν έχει ιδιαίτερη βάση).… … Dictionary of Greek
μπετατζής — ο 1. εργάτης ειδικευμένος στο μπετόν 2. (γενικά) οικοδόμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μπετόν + κατάλ. τζής (πρβλ. καφε τζής)] … Dictionary of Greek
μπετονιέρα — Μηχανή αναμεικτική, κατάλληλη για την προετοιμασία σκυροδέματος. Στους διάφορους τύπους μ., το βασικό στοιχείο είναι πάντα ένα περιστρεφόμενο κυλινδρικό ή κυλινδροκωνικό (κολουροκωνικό) τύμπανο, εφοδιασμένο εσωτερικά με πτερύγια, στο οποίο… … Dictionary of Greek
σκυρόδεμα — Κονίαμα από τσιμέντο, χαλίκια και άμμο, το οποίο σκληραίνει με την πήξη και είναι κατάλληλο για διάφορες ανθεκτικές κατασκευές. Στο σ., τα υλικά αυτά ανακατεύονται σε ορισμένες αναλογίες, συνήθως 300 κιλά κανονικού τσιμέντου (συνδετικό υλικό), με … Dictionary of Greek
Μαγιάρ, Ρομπέρ — (Robert Maillart, Βέρνη 1872 – Ζυρίχη 1940). Ελβετός αρχιτέκτονας και πολιτικός μηχανικός. Διπλωματούχος του Τεχνολογικού Ινστιτούτου της Ζυρίχης, συνεργάστηκε με τον Φρανσουά Ενεμπίκ, τον πρωτοπόρο της χρησιμοποίησης του μπετόν αρμέ στην… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek